- διπύρους
- δίπυροςtwice firedmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίπυρο — το (Α δίπυρος, ον) νεοελλ. πυριτικό άλας αργιλίου, νατρίου και ασβεστίου αρχ. αυτός που έχει ψηθεί δύο φορές, διπυρίτης 2. φρ. «διπύρους λαμπάδας» δύο λαμπάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + πυρος < πυρ (πυρός)] … Dictionary of Greek